Συνέντευξη 1.Ποια είναι η πολιτισμική διάσταση της αρχιτεκτονικής σήμερα; Η πολιτισμική διάσταση της αρχιτεκτονικής συνδέεται σήμερα κυρίως με τις νέες, σύνθετες κοινωνικές πραγματικότητες των πόλεων και με την επινόηση ευφάνταστων, σημειακών απαντήσεων (εδώ είναι χρήσιμη η έννοια του αστικού βελονισμού του Sola Morales) σε κρίσιμα ζητήματα που σχετίζονται με το δημόσιο χώρο, την ποιότητα της καθημερινής ζωής, την αειφορία και το περιβάλλον, την κοινωνική συνοχή, κ.α. Συνδέεται ακόμα με την κριτική αντίσταση απέναντι στις μορφές αισθητισμού με τις οποίες επενδύουν την αρχιτεκτονική οι κυρίαρχοι λόγοι των μίντια και της αγοράς. Όσο η αρχιτεκτονική προβάλλεται (ασκείται ή διδάσκεται) ως ένα κατ’ εξοχήν αισθητικό φαινόμενο, απομονωμένο από κοινωνικές και πολιτικές συμπαραδηλώσεις, τόσο, η πολιτισμική της διάσταση συρρικνώνεται σε μια ρητορική θεάματος.Η ιδιωτικοποίηση και ο έλεγχος του δημόσιου χώρου, η συρρίκνωση του ελεύθερου χρόνου και η αδυναμία της αρχιτεκτονικής, ως πρακτικής οικοδόμησης κτιριακών αντικειμένων, να προτείνει εναλλακτικές αφηγήσεις στην πόλη, κάνουν σήμερα επιτακτική την ανάγκη να ειδωθεί η αρχιτεκτονική ως ένα σύστημα γνώσης που διαχέεται σε πολλαπλά πεδία του σύγχρονου πολιτισμού, φέρνοντας ιδιαίτερα στο προσκήνιο τη συσχέτιση με τη θεωρία και τις ανθρωπιστικές επιστήμες, τις τέχνες του χώρου, την εκπαίδευση. Ένα τέτοιο διευρυμένο πεδίο αρχιτεκτονικής μπορεί να θέσει ως προτεραιότητα ουμανιστικές και περιβαλλοντικές προσεγγίσεις ανάπτυξης και να επιμείνει σε στρατηγικές διεπιστημονικών και διακαλλιτεχνικών συνεργασιών. Για παράδειγμα, στον ενδιάμεσο χώρο τέχνης-αρχιτεκτονικής, μπορούμε να μιλήσουμε για την προοπτική ανάπτυξης μιας «άμεσης αρχιτεκτονικής», που επιδρά στον καθημερινό χώρο ζωής με μια αίσθηση επείγοντος, εντός και εκτός των συστημάτων ανάθεσης, με πολλαπλούς τρόπους και μεθοδολογίες (με χρήση τεχνολογιών επικοινωνίας, με πρωτοβουλίες αυτοοργάνωσης, με ενεργοποίηση συνεργασιών, με συμμετοχικές πρακτικές, με δια-τοπιακές εργασίες, κ.α.) διατυπώνοντας εναλλακτικές προτάσεις κατοίκησης. 2.Σκεπτόμενοι τα παραδείγματα αντίστοιχων ευρωπαϊκών πόλεων πως θα μπορούσε η αρχιτεκτονική να συμβάλλει στην ανάπτυξη της Πάτρας; Πριν ανατρέξουμε στις πόλεις της Ευρώπης (και γιατί όχι της μεσογειακής Αφρικής;) επείγει να μελετήσουμε την ιδιαιτερότητα της ελληνικής πόλης, την σημερινή αστική ανθρωπολογία της, από πολλές διαφορετικές οπτικές γωνίες, και κυρίως από την πλευρά του κατοίκου, χωρίς να καταφεύγουμε, όπως έγινε συχνά τα τελευταία χρόνια, σε μια άκρως αισθητικίζουσα ρητορική του «αρχιτεκτονικού υψηλού» για την ανάγνωση των υλικών σχηματισμών της. Αν έχουμε στο νου μας την αναζωογόνηση του αστικού χώρου και της δημόσιας ζωής, είναι ζητούμενη μια στροφή από την αρχιτεκτονική του αυτόνομου κτιρίου στην αρχιτεκτονική του καθημερινού περιβάλλοντος, σε επίπεδο παραγωγής, εκπαίδευσης, ευαισθητοποίησης, θεσμών. Η παραγωγή υψηλής αρχιτεκτονικής θεαματικών κτιρίων μπορεί να προσφέρει ελκυστικές εικόνες για ένα μιντιακό κοινό, αλλά δεν σημαίνει και υψηλή ποιότητα ζωής στο καθημερινό περιβάλλον. Το Μπιλμπάο, τα θεματικά πάρκα, τα εμπορικά-πολιτισμικά κέντρα δεν είναι ασφαλώς το πρότυπο που πρέπει να ακολουθήσει η Πάτρα. Η αρχιτεκτονική μπορεί να συμβάλει στην πολιτισμική ανάπτυξη της Πάτρας, όταν εστιάσει στην αστικότητα, στην αειφορία, στην κοινωνική δυναμική του χώρου, στους ευφυείς μετασχηματισμούς του κτισμένου, στην ανάδυση των ποιοτήτων ζωής που υπάρχουν στην μικροκλίμακα της πόλης, στα αφανή της σημεία. Μια συστηματική δουλειά χρειάζεται να γίνει σε επίπεδο έρευνας και ανάγνωσης του καθημερινού περιβάλλοντος. Αντί για μεγαλόπνοα έργα «πολιτισμού», πολλές μικρές, ευφάνταστες μελέτες και παρεμβάσεις στην κλίμακα της γειτονιάς, του νοικοκυριού, μπορούν να δημιουργήσουν προϋποθέσεις μιας ζωντανής, αντιφατικής, πολύ-κεντρικής και όχι ομοιογενοποιημένης πόλης. Αυτό προϋποθέτει μια μεταστροφή της πολιτικής των δημοσίων φορέων για το χώρο, καθώς και μια νέα κουλτούρα συλλογικού σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων από ομάδες αρχιτεκτόνων, εικαστικών, επιστημόνων, ιδιωτών, κρατικών φορέων, τοπικών συλλόγων, ακτιβιστών, κ.α. Παράλληλα, η αρχιτεκτονική είναι απαραίτητο να επεκτείνει τις θεωρητικές και σχεδιαστικές πράξεις της μέσα στους χώρους των μίντια, να εγκαταστήσει εναλλακτικούς τρόπους εκπομπής, δημοσίευσης, μηχανισμούς διαλόγου, εκτρέποντας τους δημοσιογραφικούς λόγους για το χώρο. 3.Ποια στοιχεία του κτισμένου περιβάλλοντος της Πάτρας θεωρείτε ιδιαίτερα και πως πιστεύετε ότι αυτά μπορούν να αναδειχθούν; /1/ Η Πάτρα είναι μια πόλη σε μετάβαση, ωστόσο διατηρεί περιοχές με «ζωντανή ιστορία» και ιδιαίτερη συνοχή, όπως η Άνω Πόλη, τα Προσφυγικά, τα Γύφτικα, καθώς επίσης και μικρής κλίμακας χώρους (όπως π.χ. η πλατεία Μαρκάτο), που χρειάζεται να ενισχυθούν, όχι με έργα «ανάπλασης», αλλά με μια πολιτική ανάπτυξης που να ευνοεί την τόνωση των ιδιαίτερων συνθηκών ζωής, τη συνύπαρξη διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, τις μικτές χρήσεις, τη μετακίνηση με τα πόδια, την ανάδειξη των τοπικών αφηγήσεων, κ.α. Επίσης, πλατείες και δρόμοι με έντονη κοινωνική ζωή, μπορούν να μελετηθούν ως ενδιαφέροντα αντι-παραδείγματα στην υπέρμετρη (εξαιτίας της αδιαφορίας της δημόσιας διοίκησης) ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου, όπως έχει επιβληθεί στις πεζοδρομήσεις του κέντρου. /2/ Η Πάτρα διαθέτει ένα μεγάλο αριθμό από χαρακτηριστικούς αδόμητους και ελεύθερους χρήσης χώρους, όπως μικρά άκτιστα οικόπεδα, ερείπια οικιών, εγκαταλειμμένα ρέματα, ταράτσες δημοσίων κτιρίων, που μπορούν να παραλάβουν ευέλικτα προγράμματα διαφορετικών, πολλαπλών και εφήμερων χρήσεων και δράσεων, με κατάλληλες πρωτοβουλίες, διαγωνισμούς και αναθέσεις. Η επαναπόδοση ενός δημόσιου χαρακτήρα στους ανοιχτούς αυτούς χώρους με μια περιβαλλοντική λογική ήπιων, υπαίθριων δραστηριοτήτων, με αυτοδιαχείρηση, κ.λπ. μπορεί να συμβάλει στην ανάδειξη ανακουφιστικών ζωνών, θα έλεγα «αστικών αυλών», σ’ ένα υπερδομημένο περιβάλλον. Οι σχεδιασμένοι (και αυτοσχέδιοι) αυτοί ανοιχτοί χώροι μπορούν να απορρέουν σε μεγαλύτερους: στα όρια του κτισμένου αστικού όγκου προς τη θάλασσα και το βουνό, στις περιφερειακές οδικές αρτηρίες, καθώς και στις φυσικές ασυνέχειες όπως τα ρέματα. Αυτές οι «απολήξεις της αστικότητας» μπορούν να αποτελέσουν σχεδιασμένες ζώνες αποκατάστασης του αγροτικού και φυσικού περιβάλλοντος. /3/ Ένα από τα πιο δύσκολα ζητήματα είναι η διαχείρηση της μνήμης στο χώρο της πόλης, με μια έννοια ζωντανή και όχι μουσειακή και αποκομμένη από την εξέλιξη. Τα αποσπασματικά ίχνη των αρχαιολογικών ανασκαφών, του νεότερου βιομηχανικού πολιτισμού, της νεοκλασικής και μοντέρνας πόλης δεν πρέπει να διατηρηθούν ως μουσειακά ή πολιτισμικά κελύφη, αλλά να ενισχυθεί η συνέχειά τους με την πόλη, να σχεδιαστεί η ενσωμάτωσή τους σε αρχιτεκτονικά προγράμματα που προάγουν το δημόσιο και μη-εμπορευματικό χαρακτήρα. 4.Ποια στοιχεία της πόλης της Πάτρας θεωρείτε ότι αποτελούν συστατικά της μνήμης της πόλης; Η μνήμη μιας πόλης είναι ένα δυναμικό φαινόμενο και όχι μια στατική κατάσταση. Έτσι, δεν αναφέρεται μόνο στο παρελθόν, αλλά δημιουργεί γέφυρες με το παρόν και το μέλλον. Επίσης, η μνήμη δεν μας «παραδίδεται», αλλά κατασκευάζεται. Οι επίσημες μορφές μνήμης στο χώρο (μουσεία, μνημεία, επέτειοι) δεν αρκούν σήμερα για να νοηματοδοτήσουν τα νέα αστικά τοπία που διαμορφώνονται από τους νέους τρόπους ζωής. Χρειάζεται να κατασκευάσουμε νέα μνήμη, παίρνοντας υπ’ όψη και μελετώντας τις νέες συνήθειες, τις νέες κοινωνικές διαστρωματώσεις της πόλης. Η Πάτρα είναι μια πόλη που συγκεντρώνει μεγάλο αριθμό μετακινούμενων κοινωνικών ομάδων, φοιτητών, μεταναστών, προσφύγων, τουριστών. Οι «ξένοι» αυτοί είναι μέρος της πόλης και η πόλη θα αποκτήσει στο μέλλον την πολιτισμική της ταυτότητα, αν μπορέσει να ενσωματώσει την πολιτισμική εμπειρία των διαφορετικών αυτών κοινωνικών ομάδων, και δημιουργήσει χώρους ανοιχτούς στην πολλαπλότητα και στη διαφορά, χώρους ζωντανούς και όχι μουσειακούς. Χρειάζεται οι αρχιτέκτονες, σε συνεργασία με εικαστικούς, κοινωνικούς ανθρωπολόγους, κ.α., να ανακαλύψουμε και να χαρτογραφήσουμε τους υπάρχοντες, αλλά λιγότερο ορατούς τόπους μνήμης, όταν αυτοί δεν ταυτίζονται με την εθνική πολιτική της μνήμης, αλλά περισσότερο με τις μικρο-τοπικές αφηγήσεις και τα προσωπικά βιώματα διαφορετικών κοινωνικών ομάδων της πόλης. Αν δεν γίνει αυτό, πολλά ιδιαίτερα σημεία αναφοράς στο χώρο, που υπάρχουν μόνο επειδή μεταδίδονται προφορικά, θα σαρωθούν από τους γενικούς χώρους της εμπορικής αρχιτεκτονικής. Αναφέρομαι στους μύθους και τις αφηγήσεις επειδή μπορούν να δημιουργήσουν συμβολικά σημεία αναφοράς στο χώρο, ειδικά σε εποχές έντονων μεταβάσεων και μετασχηματισμών, όπως είναι η σημερινή, όπου η υλική μορφή της πόλης μετασχηματίζεται με γρήγορους ρυθμούς. Είναι φανερό ότι μια πολιτική της μνήμης θα πρέπει να επιμένει στην ανάδειξη, τόσο αυτής της μη-ορατής μνήμης, όσο και της υλικής παρουσίας της μνήμης στο χώρο. Θα πρέπει να σκεφτούμε την διαχείρηση, διδακτική και αισθητική, των ιχνών της ιστορίας, μ’ ένα πνεύμα εμπλουτισμού της εμπειρίας της πόλης διαμέσου της πολλαπλότητας, όπου δεν θα αποκλείονται το μη-μνημειακό, το καθημερινό, το λειτουργικό (π.χ. η ανάδειξη του Χαμάμ δεν είναι λιγότερο σημαντική από την ανάδειξη του Δημοτικού Θεάτρου). Προφανώς η Πάτρα δεν είναι μόνο η νεοκλασική πόλη, είναι και η βιομηχανική και η μοντέρνα (ας θυμηθούμε εδώ την προκλητική απαξίωση της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στην περίπτωση της Εθνικής Τράπεζας στην πλατεία Τριών Ναυάρχων), δεν είναι μόνο η λόγια αρχιτεκτονική, αλλά και πολλές από τις υπάρχουσες υλικές διαμορφώσεις του χώρου, που παραλαμβάνουν τοπικές νοηματοδοτήσεις, ή ακόμα, η «αρχιτεκτονική των ερειπίων», η αισθητική της φθοράς, που προσφέρει εντελώς διαφορετικούς τρόπους βίωσης της ιστορίας. 5.Τι σχέσεις έχουν αναπτυχθεί ανάμεσα στη Σχολή των Αρχιτεκτόνων και την πόλη της Πάτρας, τους διάφορους φορείς, τους επαγγελματίες αρχιτέκτονες και πώς θα μπορούσαν αυτές οι σχέσεις να διαμορφωθούν στο μέλλον; Το Τμήμα Αρχιτεκτόνων έχει ήδη δημιουργήσει, με μαθήματα, ερευνητικές εργασίες, εικαστικές παρεμβάσεις και εργαστήρια άτυπης εκπαίδευσης (στο Εργαστήριο Εικαστικών Τεχνών έχουν μέχρι σήμερα γίνει 9 τέτοια εργαστήρια άτυπης εκπαίδευσης) συνθήκες και περιβάλλοντα σύνδεσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας με την πόλη. Χρειάζεται να αναπτυχθούν πρωτοβουλίες συνεργασιών ανάμεσα στον ακαδημαϊκό χώρο, τους κατοίκους, τους επαγγελματικούς φορείς, σε πολλά διαφορετικά επίπεδα (δημόσιου διαλόγου, παρουσιάσεων, ερευνητικών εργασιών, συμμετοχικού σχεδιασμού, κ.α.), όχι μόνο γιατί είναι ισχυρότατο παιδαγωγικό μέσο (ευαισθητοποιεί τους φοιτητές στις πραγματικές ανάγκες της δημόσιας σφαίρας και αναπτύσσει τις ικανότητες συνεργασίας) αλλά και γιατί φέρνει τους ίδιους τους κατοίκους και τα γραφεία σχεδιασμού του Δήμου, των Επιμελητηρίων και άλλων φορέων σε επαφή με δημιουργικές προτάσεις και ιδέες, απαλλαγμένες από την ασφυκτική πίεση του επαγγέλματος. Ας ελπίσουμε ότι η αρχιτεκτονική εκπαίδευση θα παραμείνει προσηλωμένη στην έρευνα και στον πειραματισμό και δεν θα είναι απλή επαγγελματική κατάρτιση: η διαφορά αυτή δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την παραγωγή νέων ιδεών και νέας γνώσης κατά τις διαφορετικές συσχετίσεις με την πόλη. Πάνος Κούρος [συνέντευξη στον Σύλλογο Αρχιτεκτόνων Νομού Αχαίας (ΣΑΝΑ), 28 Μαίου 2006. Μέρος της δημοσιεύτηκε στον κατάλογο της 5ης Πανελλήνιας Έκθεσης Αρχιτεκτονικού Έργο | Interview 1.What is the cultural dimension of architecture today? The privatization and control of public space, the decrease in free time and the inability of architecture, as a practice of building objects, to propose alternative narratives to the city, all create the urgent need to view architecture as a system of knowledge which is diffused across multiple fields of contemporary civilization, bringing to the fore in particular the correlation with theory and the humanities, the arts of space, and education. Such a broad field of architecture can make humanitarian and environmental development approaches a priority, while insisting on strategies of interdisciplinary and interartistic collaboration. For example, in the intermediate space between art and architecture, we can talk about the possibilities of advancing a “direct architecture,” which affects the space of daily life with a sense of urgency, both inside and outside the systems of commission, through different ways and methodologies (through the use of communication technologies, through self-organization initiatives, through the activation of collaborations, through participatory practices, through translocal projects, etc.), thus formulating alternative habitation proposals. 2.With the examples of similar European cities in mind, how could architecture contribute to the development of Patras? Before referring to cities in Europe (and why not cities of Mediterranean Africa?) it is urgent that we study the peculiarity of the Greek city – its present-day urban anthropology – from many different viewpoints, but especially from the point of view of the inhabitant, without resorting – as has been done often in recent years – to an over-aestheticized rhetoric of the “architecture sublime” in order to read its material formations. If our purpose is to revitalize urban space and public life, then we must turn from the architecture of the autonomous building to the architecture of the everyday environment, on a level of production, education, awareness and institutions. The production of high quality spectacular architecture may offer attractive images to a media-trained public, but it does not mean a high quality of life in the everyday environment. Bilbao, theme parks, shopping malls and cultural centers are certainly not the model that Patras should observe. Architecture can contribute to the cultural development of Patras if it focuses on urbanity, sustainability, the social dynamic of space, the ingenious transformations of the built space, the emergence of qualities of life that exist in the city’s microscale, and the city’s unnoticed places. Systematic work will need to be done on a level of researching and reading the everyday environment. Instead of the grandiose “cultural” projects, many small, imaginative studies and interventions on a neighborhood or household scale can create the preconditions for a living, contradictory, multi-central and non-homogenized city. This presupposes a turnaround in policy on the part of public administration vis-ΰ-vis space, as well as a new culture of collective planning and decision making by teams of architects, visual artists, scientists, private individuals, state agencies, local societies, activists, etc. At the same time, it is necessary for architecture to extend its theoretical and design actions in the field of the media; to establish alternative ways of transmitting and publishing, as well as discussion mechanisms, thus diverting the journalistic discourses on space. 3.Which elements of the built environment of Patras do you consider of particular interest and how do you believe they can be brought to the fore? /1/ Patras is a city in transition. Nevertheless it still has certain areas that enjoy a “living history” and a particular cohesion, such as Ano Poli, the Prosfygika, the Gyftika, as well as small-scale spaces (such as Markato Square, for example), which need to be reinforced, not through “remodeling” works, but through a developmental policy that will favor the particular living conditions, the co-existence of different social groups, mixed uses, moving around on foot, the highlighting of local narratives, etc. Furthermore, squares and streets that have an intense social life can be studied as interesting anti-paradigms of the inordinate (due to the indifference of public administration) privatization of public space, as has been imposed in the pedestrianizations of downtown streets. /2/ Patras possesses a large number of typical unbuilt and unused spaces, such as small unbuilt lots, ruined houses, deserted gulleys, and the roofs of public buildings, which could accommodate versatile programs of different, multiple and ephemeral uses and actions, through the appropriate initiatives, competitions and comissions. Re-rendering a public character to these open spaces through an environmental rationale of mild open-air activities, through self-management, etc., can contribute to the creation of relief zones – I would say “urban yards” – in an overbuilt environment. These planned (and improvised) open spaces can lead to larger ones: to the border between the built urban mass and the sea or the mountain, to the peripheral roads, as well as to natural discontinuities such as gulleys. These “urban endings” can constitute planned zones for the rehabilitation of the rural and natural environment. /3/ One of the most difficult issues is the management of memory in the space of the city, in the sense of something living rather than something which is past and cut off from evolution. The fragmentary traces of archaeological excavations, of the later industrial civilization, and of the neoclassical and modern city should not be preserved as museum pieces or cultural shells; instead, their continuity vis-ΰ-vis the city should be reinforced and steps taken for their incorporation in architectural programs that promote their public and non-commercial aspect. 4.What elements of the city of Patras do you believe make up the city’s memory? The memory of a city is a dynamic phenomenon and not a static situation. As such, it does not refer only to the past, but creates bridges to the present and the future. Moreover, memory is not “handed down” to us, but is constructed. The official forms of memory in space (museums, monuments, celebrations) are not sufficient nowadays to give meaning to the new urban landscapes that are shaped by new ways of life. We need to construct new memory, taking into account and studying the new habits and the new social stratification of the city. Patras is a city that attracts a large number of highly mobile social groups– university students, immigrants, refugees, tourists. These “foreigners” are a part of the city and the city will acquire its cultural identity in the future provided it is able to incorporate the cultural experience of these diverse social groups and create spaces that are open to multiplicity and otherness; living and not museum-like spaces. In collaboration with visual artists, social anthropologists, etc., architects must discover and chart the existing, yet less visible sites of memory, which are not identified with the national policy of memory, but more with the micro-topical narratives and personal experiences of different social groups of the city. If that is not done, many particular points of reference in space, which exist only because they are transmitted orally, will be swept away by the general spaces of commercial architecture. I refer to myths and narratives because they can create symbolic points of reference in space, especially in times of intense transition and transformation, such as the present, in which the material form of the city is being transformed at a rapid pace. It is clear that a policy of memory must insist on drawing attention as much to this non-visible memory, as to the material presence of memory in space. We must consider the management, both didactic and aesthetic, of the traces of history, in a spirit of enrichment of the experience of the city through multiplicity, which will not exclude the non-monumental, the everyday, or the functional (e.g., interpreting the Hamam [Turkish baths] is not less important than interpereting the Municipal Theater). Obviously, Patras is not only the neoclassical city; it is also the industrial and modern one (let us recall here the shocking deprecation of modern architecture in the case of the National Bank on Trion Navarchon Square); it is not only authored architecture, but also many of the existing material formations of space that take on local meanings, or the “architecture of ruins,” the aesthetics of decay that offers completely different ways of experiencing history. 5.What relationships have developed between the School of Architecture and the city of Patras, the various organizations and agencies, and professional architects, and how might these relations evolve in the future? Through its courses, research projects, art interventions and informal education workshops (of which 9 have so far been held at the Visual Arts Workshop), the Department of Architecture has already created conditions and environments which link the educational process to the city. Collaboration initiatives need to be developed between academia, the city’s inhabitants, and professional organizations on many different levels (public dialogue, presentations, research projects, participatory planning, etc.), not only because it is an extremely powerful educational medium (by sensitizing students to the actual needs of the public sphere and by developing the ability to collaborate), but also because it brings the inhabitants of the city themselves, as well as the municipal planning offices, the various chambers and other organizations in contact with creative proposals and ideas which are free of the stifling pressure of the architectural profession. Let us hope that architectural education will remain concentrated on research and experimentation and will not consist merely of professional training: this difference creates the prerequisites for the production of new ideas and new knowledge during the various correlations with the city. Panos Kouros [interview given to the Architects Association of the Prefecture of Achaia (SANA), 28 May 2006. Part of it was published in the catalogue of the 5th Panhellenic Exhibition of Architectural Works] |
ΤΟΠΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ 2002-07 | TOPICAL PROJECTS 2002-07
Συνέντευξη / Interview
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
0 comments:
Post a Comment