ΤΟΠΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ 2002-07 | TOPICAL PROJECTS 2002-07

[6 Δράσεις –Άνοιξη 2002] / [6 Actions –Spring 2002]


[6 Δράσεις –Άνοιξη 2002]
ΔΕΡΒΙΣΟΠΟΥΛΟΥ, ΖΟΥΛΙΑΣ, ΚΟΚΛΑ, ΚΟΛΙΟΜΙΧΟΥ, ΛΕΝΤΖΑ, ΜΑΛΤΕΖΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΟΥ, ΨΑΡΑΚΗ

ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ / ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ, ΠΕΡΦΟΡΜΑΝΣ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΔΡΑΣΗ, ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ, ΑΡΧΕΙΟ
[6 Actions –Spring 2002]
DERVISOPOULOU, KOKLA, KOLIOMICHOU, LENTZA, MALTEZOU, PSARAKI, STAMATOPOULOU, STAMOU, ZOULIAS
INSTALLATION / CONSTRUCTION, PERFORMANCE, COLLECTIVE ACTION, PARTICIPATION, ARCHIVE



Παρουσιάζονται συνοπτικά έξι δράσεις που υλοποιήθηκαν στην Πάτρα την Κυριακή 2 Ιουνίου 2002, στο πλαίσιο του μαθήματος «Πρακτικές τέχνης στο δημόσιο χώρο». Αντικείμενο του μαθήματος είναι η σχεδίαση και υλοποίηση αρχιτεκτονικών / εικαστικών παρεμβάσεων στη δημόσια σφαίρα της πόλης. Το θεματικό πλαίσιο των παρεμβάσεων είναι οι «ενδιάμεσοι» χώροι της πόλης: οι χώροι εκείνοι που για διαφορετικούς λόγους που σχετίζονται με τις ιδιόμορφες συνθήκες ανάπτυξης της ελληνικής πόλης, βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση μεταβικότητας, εκκρεμότητας, μη-ιεράρχησης ή και ξενότητας ως προς τις χρήσεις και τις λειτουργίες, τις μορφές και την αστική τοπογραφία, τον ιστορικό και ψυχολογικό χρόνο. Οι παρεμβάσεις ολοκληρώνονται σε τέσσερα στάδια: στο πρώτο οι σπουδαστές επιλέγουν και μελετούν το μικρο-περιβάλλον μέσα στο οποίο θα αναπτύξουν το έργο, διατυπώνοντας ταυτόχρονα ερμηνείες, υποθέσεις, στόχους. Στο δεύτερο επεξεργάζονται ιδέες σχεδιασμού και υλοποίησης της παρέμβασης, καθορίζουν τα μέσα εκτέλεσης του έργου, την κλίμακα, τη διάρκεια, τις διαδικασίες διάδρασης με το κοινό. Στο τρίτο στάδιο αναγγέλεται και πραγματοποιείται η παρέμβαση, ενώ στο τέταρτο αποτιμάται κριτικά η λειτουργία της, η αλλαγή που επέφερε στη ζωή της πόλης. Πραγματοποιήθηκαν συνολικά δέκα δράσεις με διαφορετικούς στόχους, εκφραστικά μέσα, κλίμακα και διάρκεια η καθεμία, σε ενδιάμεσους χώρους που περιλάμβαναν εγκαταλειμμένα σπίτια, υποβαθμισμένα άλση, πλατεία υπό «ανάπλαση», κυματοθραύστη, αχρησιμοποίητη έκταση «φύσης» ανάμεσα στην κάτω και στην πάνω πόλη, τοίχους «επικοινωνίας», πεζοδρόμια της εθνικής οδού και του κτιρίου των Δικαστηρίων.
Ένα κυριολεκτικά ενδιάμεσο τεμάχιο άγριας ακαλλιέργητης φύσης, ανάμεσα στην πάνω και κάτω πόλη, με δύσκολη πρόσβαση αλλά οπτικά και ακουστικά σε επαφή με την ιδιωτική (μπαλκόνια πολυκατοικιών) και δημόσια περιοχή (πλατεία Υψηλών Αλωνίων) γίνεται στην παρέμβαση της Αθηνάς Κόκλα ένα θέατρο ανθρώπινων σχέσεων, ανάμεσα στους περαστικούς, στους κατοίκους και στην ολιγομελή ομάδα φοιτητών διαφόρων τμημάτων του Πανεπιστημίου που η ίδια προσκαλεί για έναν απογευματινό καφέ. Πρόκειται για την οργάνωση ενός κοινωνικού γεγονότος σ’ ένα εξαιρετικά δύσβατο μέρος, όπου όλα τα στοιχεία του, από το σχεδιασμό του τραπεζιού μέχρι τις τυπωμένες προσκλήσεις και από την επιλογή των συνδαιτυμόνων μέχρι τον τρόπο παρασκευής του καφέ, συντελούν στη δημιουργία ενός «χώρου συμπεριφοράς» ως καλλιτεχνικής μορφής. Είναι ταυτόχρονα μια «υπόδειξη» ήπιας οικειοποίησης ενός άχρηστου χώρου από περιθωριακές ομάδες της πόλης (φοιτητές, μετανάστες, νοικοκυρές), όπως και μια ουτοπική επαναφορά της λειτουργίας της αναψυχής από το μεγα-ιδιωτικό εμπορικό κέντρο και τους «αναπλασμένους» πεζόδρομους στο λανθάνον μικρο-περιβάλλον της γειτονιάς. (1)
Μπορεί κανείς να κατοικήσει (έστω και για λίγο) σε ένα στενό πεζοδρόμιο ενός δρόμου ταχείας κυκλοφορίας και πώς; Η επέμβαση της ομάδας Ψαράκη – Δερβισοπούλου – Σταματοπούλου κατασκευάζει εφήμερα στοιχειώδη καταφύγια για «πλάνητες της πόλης» μέσα σε αχρησιμοποίητους μεγάλους τσιμεντένιους σωλήνες, παρατημένους στο πεζοδρόμιο της εθνικής οδού Πάτρας-Πύργου. Κάθε σωλήνας φιλοξενεί μία συγκεκριμένη λειτουργία (γεύμα, ανάπαυση, λουτρό), ενώ όλα τα αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν (σκεύη, έπιπλα) προήλθαν από ερειπωμένα σπίτια της Πάτρας. Το ενδιαφέρον βρίσκεται αφ’ ενός στην ιδέα της ανακύκλωσης των εγκαταλειμμένων οικιακών επίπλων και σκευών, με την μετατροπή τους σε χρηστικά και συμβολικά αντικείμενα και αφ’ ετέρου στον προσδιορισμό των «ελάχιστων» αναγκών για μια «ποιητική κατοίκηση» (όχι μόνο αστέγων), την εποχή της υπεραφθονίας της κατανάλωσης. (2)
Δράση σχεδόν στιγμιαία, αλλά υποβλητική και πυκνή σε ένταση ήταν η παρέμβαση της Λέντζα στην πλατεία Αγ. Γεωργίου. Στην «καρδιά» της μικρής πλατείας – έναν ελάχιστο χώρο με χώμα και ψηλά δέντρα – ένα έρημο, ζεστό μεσημέρι Κυριακής, μια ομάδα τεσσάρων άνθρωπων (που η ίδια επιστρατεύει ως «περφόρμερ»), με αποφασιστικές και συντονισμένες κινήσεις φέρνουν, αποθέτουν και ανοίγουν μεγάλα χαρτόκουτα: φλώροι και καρδερίνες (είδη που απαγορεύεται το εμπόριό τους), αγορασμένα από καταστήματα pet-shop της Πάτρας, ελευθερώνονται και μισοζαλισμένα πετούν προς τα πάνω. Η πλατεία είναι μισοσκαμμένη από τα έργα «ανάπλασης», ενώ κάτω στο χώμα είναι πρόσκαιρα τοποθετημένες οι μελλοντικές πλάκες επικάλυψής της. Η παρέμβαση, με έναν μεθοδικό και λιτό χειρισμό πολλών ετερόκλητων στοιχείων – οικολογικών και βιολογικών δεδομένων, αντικειμένων στο χώρο, ήχων, ανθρώπων, χρόνου-καιρού, μεταμορφώνει έναν αδιάφορο τόπο σε έναν στιγμιαίο, σχεδόν πρωτογενή axis mundi, που υπαινικτικά (και όχι θεαματικά) μιλά για την απόλαυση (και όχι την κατανάλωση), την αειφορία (και όχι τη φυσιολατρεία), τη μνήμη (και όχι τη μνημειακότητα). (3)
Η παρέμβαση της ομάδας Στάμου – Μαλτέζου εστιάζει σ’ έναν ελεύθερο τοίχο αντιστήριξης πίσω από το ναό της Παντανάσσης, ο οποίος λειτουργεί ως χώρος μηνυμάτων και γραφισμών (γκράφιτι) που ανανεώνονται με μεγάλη συχνότητα. Η ομάδα παρακολουθεί κάθε μέρα τις αλλαγές, αποτυπώνει κάθε γραφισμό (υπογραφές, «λογότυπα», συνθήματα), τον ταξινομεί και τον μεταφέρει από τον πραγματικό σ’ έναν «ηλεκτρονικό» τοίχο που δημιουργεί η ίδια ως δικτυακό τόπο στο ίντερνετ. Στη θέση του πραγματικού γκράφιτι επικολλά ένα λευκό χαρτί με τη διεύθυνση του δικτυακού τόπου. Ο θεατής του πραγματικού τοίχου αντικρίζει πάνω στα γκράφιτι τους σχηματισμούς από τα λευκά χαρτιά, που φαίνονται σαν να «ακυρώνουν» τα γκράφιτι, επαναφέροντας την λευκή ουδετερότητα του τοίχου. Ταυτόχρονα, ο επισκέπτης της ιστοσελίδας βλέπει τυπολογίες γραφισμών που έχουν χάσει το αρχικό τους περιβάλλον και λειτουργούν ως καθαρές αφαιρέσεις, σαν ένα είδος μουσειακού αρχείου, ή λεξικού μιας νεκρής γλώσσας. Η αλλαγή αυτή περιβάλλοντος του γκράφιτι (από έναν τοίχο της γειτονιάς στον αχανή μη-τόπο του διαδίκτυου) και της επιφάνειας γραφής (από τη βαρειά πέτρα στο φως των πίξελ) θέτει κριτικά ερωτήματα για τη σχέση δημόσιου χώρου και προσωπικής γραφής, έργου και αναπαραγωγής, τοπικού και παγκόσμιου. Ταυτόχρονα είναι και ένα κριτικό σχόλιο για αυτό το είδος οπτικής γλώσσας, που ξεκίνησε ως αυθόρμητη και περιθωριακή έκφραση κοινωνικής εκτόνωσης στον υπόγειο της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του 60, αλλά ήδη από τη δεκαετία του 80 κατέληξε να είναι ένα παγκοσμιοποιημένο και επιχορηγούμενο μέσο έκφρασης, απογυμνωμένο από κοινωνικά και πολιτικά συμφραζόμενα. (4)
Η παρέμβαση της Κολιομίχου σ’ ένα εγκαταλειμμένο σπίτι της οδού Λόντου είναι η παρέμβαση ενός μελλοντικού αρχαιολόγου, που βρίσκει, ταξινομεί, σημειώνει στο χώρο τα ευρήματα του υλικού πολιτισμού του σήμερα: πράγματα ασήμαντα της καθημερινής ζωής, ένα πλαστικό μπουκάλι εμφιαλωμένου νερού, ένας κουβάς, μια ετικέτα τετράδιου, μια κορνίζα, γίνονται αντικείμενα που «διηγούνται» ατομικές και συλλογικές μνήμες. Ο θεατής εισέρχεται από το δρόμο στην ανοιχτή αυλή και μετά στο διανοιγμένο εσωτερικό, σε μια πορεία που οριοθετείται με κόκκινα νήματα, παραπέμποντας σε αρχαιολογικούς τόπους ανασκαφής. Τα νήματα καθοδηγούν, υποδεικνύουν τα αντικείμενα, καθορίζουν περιοχές όπου αυτά έχουν αφεθεί όπως είναι, και άλλες, όπου μικρές μετακινήσεις και καθαρισμοί υπονοούν τη διανοητική δουλειά του ερευνητή. Καλούμαστε ταυτόχρονα να συμμετέχουμε σε μια παράξενη άσκηση «φαντασίας της μνήμης» που αποκαλύπτει μια νέα εμπειρία χώρου και κίνησης στο χώρο, αρχιτεκτονικών δομών και υλικών που δεν υπήρχαν όταν το μονόχωρο σπίτι ήταν «ακέραιο». (5)
Η δεύτερη παρέμβαση σε ερειπωμένο σπίτι, του Ζούλια, βρίσκεται στον αντίποδα της προηγούμενης, χρησιμοποιώντας με δραματικό τρόπο οπτικοακουστικά μέσα για να δημιουργήσει ένα ψυχολογικό δρώμενο σε εξέλιξη, διάρκειας μιας ώρας, σε μια ήσυχη γειτονιά, τη νύχτα. Όσο διαρκεί η ανοίκεια μουσική του Ξενάκη, τα δύο ανοίγματα της όψης (το ένα σφραγισμένο, το άλλο τελείως ανοιχτό) μετατρέπονται σιγά-σιγά με τον έντεχνο χειρισμό του φωτός και με τη χρήση εικόνας σε διαφάνεια, σε τελετουργικά περάσματα που παραπέμπουν σε μια αόρατη παρουσία, σ’ ένα άδειο εσωτερικό. Το έργο εκμεταλλεύεται την ισχυρή ψυχολογική φόρτιση που προκαλεί μια ερειπωμένη κατοικία, με την ταύτιση σπιτιού – σώματος, υπερτονίζοντας το στοιχείο του τρόμου, του υπερφυσικού, του στοιχειωμένου, κατ’ αναλογία με την πολύ δημοφιλή ρομαντική ατμόσφαιρα και τα αρχιτεκτονικά ντεκόρ των νεο-γοτθικών μυθιστορημάτων του 18ου αιώνα. (6)

Πάνος Κούρος, (απόσπασμα από το άρθρο «Τέχνη και Αρχιτεκτονική στην Εκπαίδευση: Εικαστικές Δράσεις στην Πόλη», Αρχιτέκτονες, τ.35, Σεπ.-Οκτ. 02)
This is a brief presentation of six actions that were carried out in Patras on Sunday 2 June 2002, as part of the “Art practices in public space” course. The object of the course is to plan and carry out architectural/art interventions within the city’s public sphere. The thematic framework of the interventions are the city’s “intermediate” spaces: those spaces which, due to different reasons related to the unique conditions under which Greek cities develop, find themselves in a latent condition of transience, suspension, lack of hierarchy and/or foreignness in terms of uses and functions, forms and urban topography, historical and psychological time. The interventions are completed in four stages. In the first one, the students select and study the micro-environment in which they will develop the work, while at the same time framing interpretations, hypotheses, and aims. In the second stage, they work on ideas regarding the design and realization of the intervention; they determine the means by which the work will be carried out, the scale, the duration, and the processes of interaction with the public. In the third stage, the intervention is announced and carried out, while in the fourth stage a critical evaluation is made of its function and of the change that it brought about in the life of the city. A total of ten interventions were carried out – each with its own objectives, using different means of expression, differing in scale and duration – in intermediate spaces that included abandoned houses, rundown parks, a square being “reconstructed”, a breakwater, an unused expanse of “nature” between the upper and lower city, “communication” walls, and pavements along the national road and outside the Court House.
A literally intermediate plot of wild, uncultivated nature, between the upper and lower city, with difficult access but both visually and acoustically in contact with the private (apartment block balconies) and public area (Psila Alonia Square), becomes, in Athena Kokla’s intervention, a theater of human relations, among passersby, local inhabitants and a small group of students from different university departments whom Kokla invites for afternoon coffee. This involves the organizing of a social event in an almost inaccessible place. The components of this event – from the design of the table and the printed invitations to the selection of the guests and the way in which the coffee is prepared – contribute to the creation of a “behavioral space” as an artistic form. At the same time it is an “indication” of the gentle appropriation of a useless space by the city’s fringe groups (university students, immigrants, housewives), as well as a utopian reclaiming of the function of recreation from the mega-private shopping mall and the “reconstructed” pedestrian ways, to the latent micro-environment of the neighborhood. (1)
Can one live (even for a short time) on the narrow pavement of a high-speed thoroughfare, and how? The intervention by the Psaraki-Dervisopoulou-Stamatopoulou team constructs ephemeral, rudimentary shelters for “city wanderers” inside the large, unused concrete pipes that had been abandoned on the pavement of the Patras-Pyrgos national road. Each pipe hosts a certain function (meal, rest, bathroom), while all the objects used (utensils, furniture) came from derelict houses around Patras. The interest lies on the one hand in the idea of recycling abandoned household wares by turning them into useful and symbolic objects, and on the other, in defining the “minimal” needs for a “poetic dwelling” (not only among the homeless), in a time of overabundance of consumption. (2)
An almost instantaneous action, yet evocative and rich in intensity, was the intervention by Lentza, in Agiou Georgiou Square. In the “heart” of the small square – a tiny space of soil and tall trees – on a warm and quiet Sunday afternoon, a group of four people that Lentza has engaged as performers, with movements both determined and coordinated, bring large cardboard boxes which they set on the ground and then open: greenfinches and goldfinches (species on which there is a trade ban), which were bought at Patras pet-shops, are released into the air. Dazed, the birds fly upward. The square is half dug up for reconstruction works, while on the ground, the concrete slabs that will eventually cover the soil have been temporarily placed. By the methodical and austere manipulation of many diverse elements – ecological and biological data, objects in space, sounds, people, time, the decisive moment – a place of no interest is transformed into an instantaneous, almost primary axis mundi, which allusively (and not spectacularly) talks about enjoyment (and not consumption), sustainability (and not love of nature), memory (and not monumentality). (3)
The Stamou-Maltezou intervention focuses on a retaining wall behind the church of Pantanassa which functions as a space for messages and graffiti that are renewed with great frequency. Every day the group keeps track of the changes, records the graffiti (signatures, logos, slogans), classifies it and moves it from the actual wall onto an “electronic” one, created by the group as a website on the internet. The group sticks a white piece of paper bearing the website address on the piece of graffiti on the actual wall. The viewer of the wall sees the formations of white pieces of paper that seem to be “canceling” the graffiti, reestablishing the white neutrality of the wall. Meanwhile, the website visitor sees typologies of graffiti that have lost their original context and function as pure abstractions, as a kind of museum archive or as the dictionary of a dead language. This change in the graffiti’s environment (from a neighborhood wall to the vast non-space of the Internet) and the writing surface (from the heavy stone to the light of the pixels), poses critical questions concerning the relation between public space and personal writing; work and reproduction; the local and the global. At the same time, it is a critique of this kind of visual language which began as a spontaneous and ‘underground’ expression of social venting in the New York subway of the 1960s, but which, by the 80s, had already become a globalized and sponsored means of expression, stripped of any social or political context. (4)
The intervention carried out by Koliomichou in an abandoned house on Londou Street is the intervention of a future archaeologist who finds, classifies, and marks in space the findings of our modern-day material civilization. Insignificant things of everyday life, a plastic water bottle, a bucket, a notebook name label, a picture frame: all these become objects that narrate individual and collective memories. The viewer comes in from the street into the open yard and then into the opened up interior, following a path that is marked by red threads, reminiscent of archaeological digs. The threads guide the viewer, pointing out the objects, defining areas where the objects have been left where they were found, as well as others, where small shifts and acts of cleaning allude to the intellectual work of the researcher. At the same time, we are called upon to participate in a strange exercise of “memory as fantasy" that reveals a new experience of space and movement in space, of architectural structures and materials that did not exist when the single-space house was “intact.” (5)
The second intervention in a derelict house, carried out by Zoulias, is the opposite of the previous one, in that it uses audiovisual media to dramatic effect, creating a psychological action in progress, one hour in length, in a quiet neighborhood, at night. For the duration of Ianis Xenakis’s uncanny music and through the skillful manipulation of light and the use of large transparent images the two openings on the house’s faηade (the one being sealed, the other completely open) are gradually transformed into ceremonial passages that open onto an invisible presence, to an empty interior. The work takes advantage of the emotional charge surrounding an abandoned home through the identification of the house with the body, underscoring the element of terror, the supernatural, and the haunted, alluding to the very popular romantic atmosphere and the architectural dιcor of 18th century neo-Gothic novels. (6)
Panos Kouros, (excerpt from the article “Art and Architecture in Education: Art Actions in the City,” Architektones, No. 35, Sept.-Oct. 02).

0 comments: